λεύκασμα

λεύκασμα
το см. λεύκανση

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λεύκασμα" в других словарях:

  • λεύκασμα — το (Μ λεύκασμα) [λευκαίνω] λεύκανση …   Dictionary of Greek

  • λευκασμός — ο (Α λευκασμός) [λευκαίνω] λεύκανση, λεύκασμα …   Dictionary of Greek

  • λεύκανση — Επεξεργασία η οποία εκτελείται στην υφαντουργία, στη βιομηχανία χαρτιού και στα φινιριστήρια με σκοπό να εξαλειφθούν τα φυσικά χρώματα των ινών και οι ξένες ουσίες που περιέχουν, ώστε να βελτιωθεί ο βαθμός λευκότητας των προϊόντων. Η λ. είναι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»